βασιλιός
Смотреть что такое "βασιλιός" в других словарях:
βασιλιός — ο βλ. βασιλιάς … Dictionary of Greek
Βασιλίος — Βασιλίς queen fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… … Dictionary of Greek
Василий — У слова «Василий» есть и другие значения: см. Василий (значения). Василий греческое Род: муж. Этимологическое значение: «царский, царственный» Отчество: Васильевич Васильевна Женское парное имя: Василия Производ. формы: Вася; В … Википедия
πούρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (50 τ. χλμ.). * * * Ν (μόριο) (στον Ερωτόκρ.) 1. λοιπόν («κι άσ τονε πούρι τον καιρό κι ας πορπατή») 2. άραγε («ἱντα ναι τα μιλείς,… … Dictionary of Greek